σκεπαστήρι(ο)

σκεπαστήρι(ο)
το, Ν
καθετί που σκεπάζει έναν χώρο και ειδικότερα στέγασμα, στέγαστρο ή κάλυμμα που προφυλάσσει από τον ήλιο, τη βροχή ή τη ρύπανση («χάλασαν τα σκεπαστήρια τής σταφίδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. τού επιθ. σκεπαστήριος (< σκεπάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”